ἔμμονοι

ἔμμονοι
ἔμμονος
abiding
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μονοθεϊσμός ή μονοθεΐα — Θρησκεία θεμελιωμένη στη λατρεία ενός μόνου θεού. Οι ιστορικοί μονοθεϊσμοί είναι τέσσερις: ο ιουδαϊσμός, ο χριστιανισμός, ο ισλαμισμός και ο ζωροαστρισμός· οι τρεις πρώτοι συνδέονται: ο ίδιος μόνος θεός των Εβραίων πέρασε στις δύο άλλες θρησκείες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”